- ὑπονοεῖν
- ὑπονοέωsuspectpres inf act (attic epic doric)ὑπονοέωsuspectpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποίζεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπονοεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το ὑπ(ο) * και το ρ. οἴομαι κατ επίδραση τών ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek
υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek